Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Στοάς τού Βιβλίου
3ος κύκλος Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2007
10 Μαθήματα Αρχαιογνωσίας
Οι Έλληνες: ελληνική γη, προέλευση, δημόσιος και ιδιωτικός βίος
Παρατίθεται ένα μέρος τής παρουσίασης «Τα στάδια τής ζωής στην Αρχαία Ελλάδα» τού Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας, κ. Βασίλη Λαμπρινουδάκη.
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία εστιάζει στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων στην Αρχαία Ελλάδα και παρακολουθεί χαρακτηριστικές στιγμές και ασχολίες τού ατόμου από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του.
Τα στάδια τής ζωής στην Αρχαία Ελλάδα
α. Η οικογένεια

Η απόκτηση παιδιών ήταν το σημαντικότερο πράγμα στις ατομικές επιδιώξεις των αρχαίων Ελλήνων. Κάθε ελεύθερος πολίτης θεωρούσε καθήκον του να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Και αυτό γιατί έπρεπε να εξασφαλισθεί η συνέχεια τού οίκου, δηλαδή τής οικογένειας, η οποία αποτελούσε το βασικό κύτταρο τής κοινωνικής, αλλά και τής πολιτικής οργάνωσης (σημ. οίκος/γένος: οικογένειες με κοινό πρόγονο – φρατρία: ομάδα με δεσμούς αίματος, υποδιαίρεση τής φυλής).
Την εξασφάλιση τής συνέχειας βίωναν, άλλωστε, οι άνθρωποι και ως θρησκευτικό καθήκον, ως υποχρέωση φροντίδας, για να μην εξαφανισθεί η ιδιωτική λατρεία κάθε οικογένειας, στην οποία έπρεπε να μυηθούν όλοι όσοι ενσωματώνονταν σε αυτή. Τα ομοιώματα των εφεστίων θεών, δηλαδή των θεών τής εστίας τού σπιτιού, μεταξύ των οποίων και ο Ζεύς, ήταν ιερά οικογενειακά κειμήλια, τα οποία περνούσαν από πατέρα σε γιο.
Σε τοιχογραφία τού 1ου αιώνα π.Χ. από ρωμαϊκή ιδιωτική κατοικία τής Δήλου, βλέπουμε μια χαρακτηριστική σκηνή θυσίας χοίρου στον βωμό των Λαρήτων θεών, αντιστοίχων με τους Ελληνικούς εφέστιους θεούς.

Όσοι δεν παντρεύονταν, δέχονταν επικριτικά σχόλια από το κοινωνικό περιβάλλον. Ο Πλάτων, μάλιστα, προέβλεψε στους Νόμους του ετήσιο πρόστιμο για τον άνδρα που έμενε ανύμφευτος μετά τα τριανταπέντε του χρόνια. Ακόμη πιο αυστηρή ήταν η κατάσταση στη Σπάρτη. Εκεί εφαρμοζόταν πρόστιμο αγαμίου, αλλά και πρόστιμο οψιγαμίου, για όποιον παντρευόταν σε μεγάλη ηλικία. Ο Αθήναιος μας αναφέρει ότι οι ανύπαντροι στη Σπάρτη ταπεινώνονταν σε ειδική γιορτή, όπου οι γυναίκες τους έσερναν γύρω από τον βωμό χτυπώντας και χλευάζοντάς τους. Οι άρχοντες τους ανάγκαζαν να περπατήσουν γυμνοί στην αγορά ψάλλοντας ένα περιπαικτικό τραγούδι για τους εαυτούς τους. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η απάντηση που παραδίδεται ότι έδωσε κάποιος νέος στον Σπαρτιάτη στρατηγό Δερκυλλίδα στην παρατήρησή του, γιατί δεν τού παραχωρούσε τη θέση του: γιατί εσύ δεν γέννησες αυτόν που θα μού δώσει τη θέση του όταν γεράσω! (Πλουτ. Λυκ.).
β. Η γέννηση

Ο κύριος σκοπός τού γάμου ήταν να αποκτήσει το ζευγάρι των πολιτών παιδιά, νόμιμους κληρονόμους, τους γνησίους (σημ.: γι’ αυτούς που δεν ήταν πολίτες, όπως οι δούλοι, δεν υπήρχε επίσημος γάμος). Η επίσημη φράση που έλεγε ο γαμπρός κατά το κλείσιμο τής συμφωνίας τού γάμου ήταν: επ’ αρότω παίδων άγομαι γαμετήν, «παίρνω», δηλαδή, «τη νύφη για να σπείρω παιδιά».
Η διαδικασία τής τεκνοποιίας είχε ως εξής. Κατά τη διάρκεια τής εγκυμοσύνης, η έγκυος απολάμβανε τις φροντίδες όλου τού γυναικωνίτη. Την πρόσεχαν να μη σηκώνει βάρη, να μην τρώει πολύ αλάτι, γιατί πίστευαν περιέργως ότι το παιδί δεν θα απικτήσει νύχια, και να μην πίνει κρασί, γιατί δεν θα είχε τη δύναμη να γεννήσει. Οι προβλέψεις για το φύλο τού παιδιού στηρίζονταν σε αβέβαιες παρατηρήσεις: Αν το έμβρυο ήταν κινητικό από την τεσσαρακοστή μέρα τής κύησης και η έγκυος είχε καλή επιδερμίδα, περίμεναν αγόρι, αν, όμως, άρχιζε την κίνηση στους τρεις μήνες προφήτευαν κορίτσι.
Όταν εμφανίζονταν οι πόνοι τού τοκετού, γινόταν προσευχή στις Ειλείθυιες, τις θεές που κρατούσαν ή απελευθέρωναν τη γέννα. Παράλληλα, άλειφαν τους τοίχους τού σπιτιού με πίσσα για να κρατήσουν μακριά τα κακά πνεύματα.

Την επίτοκη ξεγεννούσε είτε μια ηλικιωμένη και πεπειραμένη γυναίκα τού σπιτιού, είτε μια μαμή.

Η γυναίκα γεννούσε γονατιστή στο δάπεδο ή καθιστή σε καρέκλα. Η μαμή άλειφε την κοιλιά της με λάδι και τη βοηθούσε στον έλεγχο τής αναπνοής, καθώς και στην έξοδο τού παιδιού πιάνοντάς το από το κεφάλι. Όταν γεννιόταν το παιδί, η μαμή το άφηνε στο έδαφος και παρατηρούσε αν κουνιόταν, έκλαιγε και ήταν αρτιμελές. Αν έκρινε ότι δεν ήταν υγιές, το άφηνε να πεθάνει. Στη συχνότερη, αντίθετη περίπτωση, αφού τού έκοβε τον ομφάλιο λώρο με ένα όστρακο ή καλάμι, το έδινε στις υπηρέτριες να το πλύνουν με κρασί, μερικές φορές αλατισμένο, για να γίνει δυνατό.

Στη συνέχεια, φάσκιωναν το νεογέννητο βρέφος και το έδιναν στη μητέρα του να το θηλάσει.
Και στην αρχαιότητα, όμως, μερικές μητέρες προτιμούσαν να μη θηλάσουν, αναθέτοντας το παιδί σε τροφό, οπότε η διακοπή τής γαλακτοφορίας γινόταν με επίδεση τού στήθους.
Τη γέννηση τού παιδιού, πίστευαν, ότι εκτός από τις Ειλείθυιες παρακολουθούσαν και οι τρεις Μοίρες: η Κλωθώ με το αδράχτι της έφτιαχνε το νήμα τής ζωής τού νεογέννητου, η Λάχεσις με το σφαιρικό ωροσκόπιό της άπλωνε πάνω σ’ αυτό τις τύχες του, και η Άτροπος με τον πάπυρο τού πεπρωμένου, που καθόριζε τη λήξη τής ζωής.
Η γέννηση τού παιδιού αναγγελλόταν στο κοινό με τοποθέτηση στη θύρα τού σπιτιού ενός κλαδιού ελιάς, αν επρόκειτο για αγόρι, ή μιας μάλλινης κορδέλας, αν επρόκειτο για κορίτσι. Την πέμπτη ή έβδομη ημέρα μετά τη γέννηση, γιορτάζονταν στο σπίτι τα αμφιδρόμια, που πήραν το όνομά τους από τη βασική τελετουργική τους πράξη, η οποία επέβαλλε στην τροφό να περιέλθει τρέχοντας με το παιδί τον οικογενειακό βωμό των εφεστίων και να το παραδώσει στη μητέρα του, η οποία, καθώς και όσοι είχαν λάβει μέρος στη διαδικασία τής γέννησης, είχε εξαγνισθεί με λουτρό και ευχές. Ο δρόμος αυτός ήταν μια μαγική πράξη κυκλοφορίας τού παιδιού στο σπίτι και, επομένως, ένταξής του στη λατρεία και τη ζωή τής οικογένειας.
Τη δέκατη ημέρα, ο πατέρας παρέθετε συμπόσιο, κατά το οποίο δινόταν το όνομα στο παιδί. Το όνομα ήταν συνήθως αυτό τού παππού, που συνοδευόταν από το πατρώνυμο και το επίθετο τού δήμου στον οποίο ανήκε η οικογένεια. Συχνά, όμως, οι αρχαίοι διάλεγαν και ονόματα με σημασία, όπως Πολυκράτης (πολύ ισχυρός), Δημοσθένης (ισχυρός στο λαό) και για κορίτσια Χρυσίς, Μέλισσα κ.ά.

Η αρχαία κοινωνία δεν ήταν σκληρή μόνο στα μη υγειή παιδιά. Μερικές φορές για διάφορους λόγους, κυρίως φτώχειας, το παιδί ήταν ανεπιθύμητο. Η έκτρωση, εφόσον γινόταν με τη συναίνεση τού συζύγου ή τού πατέρα, ήταν νόμιμη και γινόταν με διάφορα φυτά και φάρμακα (απήγανος, φλισκούνι, άρκευθος, ρόδι). Όμως δεν ήταν πάντοτε αποτελεσματική. Ο φόνος ενός παιδιού ήταν παράνομος, επιτρεπόταν, όμως, η εγκατάλειψή του με έκθεσή του στο δρόμο, ή στην εξοχή. Το μωρό το έβαζαν μέσα σε ένα καλάθι ή ένα αγγείο για προστασία (χυτρίζειν), με την ελπίδα ότι κάποιος θα το βρει και θα το πάρει, για να το αναθρέψει. Το παιδί άλλοτε πέθαινε, άλλοτε πράγματι μαζευόταν από άτεκνα ζευγάρια, συχνά, όμως, και από δουλεμπόρους, για να ανανεώσει το εμπόρευμά τους. Η φημισμένη εταίρα Νέαιρα ήταν ένα τέτοιο έκθετο παιδί.
Στη Σπάρτη τα πράγματα ήταν ακόμη πιο σκληρά. Την απόφαση για το αν αξίζει ένα παιδί να ζήσει την έπαιρνε η γερουσία, στην οποία παρουσίαζε ο πατέρας το παιδί. Αυτά που κρίνονταν ανάξια τα εξέθεταν στους αποθέτας, μια τοποθεσία κοντά στον Ταΰγετο.
γ. Η παιδική ηλικία
Το παιδί μέχρι τα επτά του χρόνια έμενε στον γυναικωνίτη και είχε τις φροντίδες τής μητέρας και, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες τής οικογένειας, τής τροφού.
Οι αναγκαίες φροντίδες των παιδιών είναι γνωστές. Πρώτα-πρώτα ο θηλασμός ή το τάισμα τού μωρού. Τα αρχαία θήλαστρα, πρόγονοι τού μπιμπερού, ήταν πήλινα και είχαν διάφορα παρεμφερή σχήματα.
Ιδιαίτερη σημασία δινόταν στην υγιεινή τού παιδιού και στη λοιπή σχετική φροντίδα, επί παραδείγματι, να προσέχει μην περπατήσει πρόωρα, να καταπραΰνονται οι πόνοι (π.χ. όταν έβγαζε δόντια, άλειφαν τα ούλα τού παιδιού με λίπος), να μαθαίνει να μασάει μετά τον απογαλακτισμό κ.ά.

Συνεχής ήταν, φυσικά, και η απασχόληση τού παιδιού από τη μητέρα ή την τροφό. Όταν καθόταν πάνω στο καρεκλάκι του, ειδικά και έξυπνα φτιαγμένο από ψημένο πηλό με ενσωματωμένο γιογιό, η μητέρα ή η τροφός έπαιζε μαζί του ή τού έλεγε παραμύθια, τρομάζοντάς το στις αταξίες του με τη Λάμια, ανθρώπινο τέρας με γαϊδουρινά πόδια που έτρωγε ανθρώπους.
Μερικές φορές υπήρχαν και υποστηρικτικοί μπαμπάδες, που φρόντιζαν και εκείνοι τα βρέφη. Ως τέτοιος περιγράφεται από τον Αριστοφάνη ο ήρωας τής κωμωδίας του Νεφέλες, ένας αγρότης πατέρας που έστειλε τον γιο του, τον Φειδιππίδη, να σπουδάσει τη ρητορική στον Σωκράτη και, απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, λέει στον γιο του: «… αδιάντροπε, που σ’ έχω αναστημένο, που όντας τραύλιζες μωρό, μάντευα τι ζητούσες. Έλεγες βρυν (μπρουν) κι’ έτρεχα ευθύς νεράκι να σού φέρω, έλεγες μαμμαν (μαμ) κι’ έτρεχα ευθύς ψωμάκι να σού φέρω και μόλις έλεγες κακκαν (κακά) σε άρπαζα και από την πόρτα έξω πετιόμουνα και εκεί σε βάσταγα να τα κάνεις» (μετ. Βάρναλη).
Από το προσωπικό φροντίδας των παιδιών δεν έλειπαν βέβαια και οι γιαγιάδες.

Τα μικρά παιδιά τα απασχολούσαν με παιχνίδια ανάλογα με τα παραδοσιακά σημερινά, όπως κουδουνίστρες, ρόδες, αμαξάκια, κούκλες για τα κορίτσια, και φυσικά μικρά κατοικίδια.
Όσον αφορά στη φροντίδα των ορφανών, υπήρχε και στην αρχαιότητα για τις οικογένειες των ελευθέρων πολιτών ο θεσμός τού κηδεμόνα, που ήταν συνήθως ένας συγγενής. Στην Αθήνα την προστασία των ορφανών είχε ο επώνυμος άρχων, ο οποίος και αποφάσιζε, αν υπήρχαν περισσότεροι διεκδικητές τής κηδεμονίας τού παιδιού.
Όταν συμπλήρωναν το έβδομο έτος τής ηλικίας τους, τα αγόρια έπρεπε να μορφωθούν, δηλαδή να πάνε στο σχολείο μέχρι τα δεκαοκτώ τους. Ένας έμπιστος δούλος, ο παιδαγωγός, αναλάμβανε την παρακολούθηση τού παιδιού σε όλες του τις ασχολίες και το συνόδευε και στο σχολείο, όπου στην αρχή μάθαινε γραφή και ανάγνωση, και αργότερα, από τα δώδεκα, μάθαινε με τον γραμματιστή γραμματική, διάβαζε και αποστήθιζε κείμενα όπως τού Ομήρου ή άλλων συγγραφέων, διδασκόταν γεωγραφία, ιστορία, μουσική και όρχηση και γυμναζόταν με τον παιδοτρίβη σε διάφορα αθλήματα. Τον δάσκαλο τον πλήρωναν οι γονείς. Σε μια σειρά από παραστάσεις σε αγγεία ή σε άλλες μορφές τέχνης φαίνεται η διαδικασία τής σχολικής απασχόλησης στην αρχαιότητα. Σε μια κύλικα τού 490-480 π.Χ. στο Βερολίνο, βλέπουμε τον λιτό σχολικό χώρο τής αρχαιότητας.
Ο διδάσκαλος κρατάει έναν πάπυρο πάνω στον οποίο είναι γραμμένο ένα επικό κείμενο, ΜΟΙΣΑ ΜΟΙ ΑΜΦΙ ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΝ ΕΥΡΟΟΝ ΑΡΧΟΜΑΙ ΑΕΙΔΕΙΝ. Ένας μαθητής μπροστά του παρακολουθεί προσεκτικά. Πίσω του κάθεται ο παιδαγωγός του. Δίπλα του γίνονται μαθήματα μουσικής. Στην άλλη πλευρά τού αγγείου με ανάλογη σκηνή, στη μέση κάθεται ο υποδιδάσκαλος, ο οποίος κρατάει μια πινακίδα και γράφει κάτι, το οποίο θα κληθεί ο μαθητής που στέκεται πάλι μπροστά του να αντιγράψει. Τέτοιες πινακίδες, που ήταν φτιαγμένες από ξύλο αλειμμένο με κερί και μεταλλικοί στύλοι με τους οποίους χαράσσονταν τα γράμματα πάνω τους, έχουν σωθεί από υστερότερους κυρίως χρόνους.
Άλλα ενδεικτικά αντικείμενα σχετικά με το σχολείο είναι το ειδώλιο ενός παιδαγωγού από τον 4ο αιώνα π.Χ., ο οποίος βοηθεί το παιδί στην κατάρτισή του γράφοντας σε μια πινακίδα στα γόνατά του, και ένα μελανοδοχείο τού 3ου αιώνα π.Χ. στο Άμστερνταμ.
Να θυμίσουμε ακόμη ότι στη Σπάρτη, στα εφτά τους χρόνια, τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι και υπό την ευθύνη τής πολιτείας εντάσσονταν σε ομάδες, όπου, παράλληλα με την πνευματική και μουσική καλλιέργεια, πρωτοστατούσε η σωματική αγωγή και η σκληραγωγία, την οποία επέβλεπε ειδικός αξιωματούχος, ο παιδονόμος.
Για τα κορίτσια δεν προβλεπόταν σχολείο. Έμεναν στον γυναικωνίτη και μάθαιναν να μαγειρεύουν, να υφαίνουν και να πλέκουν, αλλά και να στολίζονται. Χαρακτηριστικά σχετικά είναι όσα λέει ο Ξενοφών για τη γυναίκα του: δεν γνώριζε τίποτε για τη ζωή, επειδή, μέχρι που ήρθε στο σπίτι μου ζούσε σε περιβάλλον με πολλούς περιορισμούς και εκπαιδευόταν από παιδί να βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερα και να ρωτάει όσο γίνεται πιο λίγα.
Ωστόσο, τα κορίτσια εκπαιδεύονταν και σε ευγενέστερες ασχολίες, π.χ. στον χορό και στη μουσική, όπως βλέπουμε σε σχετικά έργα τέχνης. Αγωγή ανάλογη με των αγοριών είχαν, όμως, τα κορίτσια τής Σπάρτης, τα οποία εκπαιδεύονταν, για να ζήσουν πιο ανοιχτά και να γεννήσουν και να αναθρέψουν δυνατούς άνδρες.

Τα μεγάλα παιδιά ασχολούνταν στην ελεύθερη ώρα τους με διάφορα παιχνίδια. Οι αστράγαλοι ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί. Είτε τους χρησιμοποιούσαν ως ζάρια ορίζοντας ιδιαίτερη αξία σε κάθε πλευρά, οπότε όποιος έκανε την καλύτερη ζαριά μάζευε τους αστραγάλους των άλλων, ή βάζοντας έναν αστράγαλο στη μέση ενός κύκλου, προσπαθούσαν να τον βγάλουν απ’ αυτόν σκοπεύοντας και χτυπώντας τον με έναν άλλο.

Άλλα παιχνίδια ήταν το τσέρκι, η σβούρα, η τραμπάλα, η κούνια και ο εφεδρισμός. Το τελευταίο παιχνίδι προέβλεπε το στήσιμο μιας πέτρας όρθιας και την τυφλή περιπλάνηση αυτού που σήκωνε τον άλλο, που τού έκλεινε τα μάτια, μέχρις ότου ρίξει την πέτρα.

Τα παιδιά χρειάζονταν την ευλογία των θεών. Συχνά, λοιπόν, τα πήγαιναν στα ιερά (βλ. ιερό Άρτεμης στη Βραυρώνα) από τη γέννησή μέχρι την ενηλικίωσή τους γι’ αυτή την ευλογία.

Την παρουσία παιδιών απαιτούσαν και ορισμένες θρησκευτικές τελετές, οι οποίες σχετίζονταν με την ανανέωση των δυνάμεων τής ζωής. Επί παραδείγματι, κατά τη γιορτή τού Διονύσου, τα Ανθεστήρια, επιτρεπόταν στα παιδιά να πιουν κρασί μαζί με τους μεγάλους, ακριβώς για να συμμετάσχουν ως νέα ζωή στο κάλεσμα τής νέας ζωής, και τους χάριζαν μικροσκοπικούς χόες, τα αγγεία με τα οποία έχυναν το κρασί, από τα οποία είδαμε ήδη πολλά παραδείγματα. Επίσης, στις μυστηριακές γιορτές τής Αθηνάς, τα Αρρηφόρια, μικρά κορίτσια έπρεπε να υφάνουν τον πέπλο τής θεάς, και ένα μικρό αγόρι τον παρέδιδε κατά την πομπή στον ιερέα της.

δ. Η ενηλικίωση
Στα δεκαοχτώ τους χρόνια τα αγόρια ενηλικιώνονταν και έπρεπε να περάσουν στο καθεστώς τού πολίτη. Οι γυναίκες δεν αποκτούσαν την ιδιότητα τού πολίτη, δεν υπήρχαν δηλαδή τότε πολίτιδες, και έτσι η ενηλικίωση επερχόταν αυτονόητα με τον γάμο.
Για τα αγόρια, λοιπόν, υπήρχαν τελετουργίες και θεσμοί, αφενός στον κύκλο τής οικογένειας και αφετέρου στη δομή τής πολιτείας, που σηματοδοτούσαν τη σταδιακή ένταξή τους στο σώμα των πολιτών. Επί παραδείγματι, στην Αθήνα και γενικότερα στις ιωνικές πόλεις γιορτάζονταν από τις φρατρίες τα Απατούρια, η γιορτή δηλαδή των ομοπατόρων, τού γένους, τής ευρείας συγγένειας. Ήταν μια τριήμερη γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια εγγράφονταν στη φρατρία και έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στα κοινά γεύματα και τις θυσίες της. Η τρίτη μάλιστα μέρα τής γιορτής ονομαζόταν Κουρεώτις και χαρακτηριζόταν από την τελετουργική κουρά των μαλλιών τους και την ανάθεσή τους στην Άρτεμη, θεά που είχε σχέση με την Ειλείθυια, επομένως με τη γέννηση και άρα με τη μετάβαση σε μια καινούρια ζωή.

Η ενηλικίωση οδηγούσε στο πρώτο καθήκον προς την πολιτεία. Στην Αθήνα, αλλά και στις άλλες ελληνικές πόλεις, το καθήκον αυτό θεσμοθετήθηκε με την εφηβεία, δηλαδή ένα είδος στρατιωτικής υπηρεσίας που έπρεπε για δύο χρόνια να πραγματοποιήσουν οι νέοι. Τον πρώτο χρόνο τον περνούσαν σε στρατώνα, όπου με την καθοδήγηση ενός κοσμητή και δέκα σωφρονιστών ασκούνταν στην πειθαρχία και διδάσκονταν τις αρχές και τις παραδόσεις τής πόλης. Τον δεύτερο χρόνο υπηρετούσαν ως φύλακες των συνόρων (περίβολοι). Οι έφηβοι έδιναν όρκο στο ιερό τής Αγλαύρου στην Αθήνα για την αφοσίωσή τους στους θεούς και τα συμφέροντα τής πόλης, και μετείχαν ως σώμα σε θρησκευτικές ή άλλες εορτές, όπως π.χ. στην αναμνηστική για τη ναυμαχία τής Σαλαμίνας. Πολλές επιγραφές αναφέρονται στους εφήβους, όπως εκείνη που διαγράφει τον σκοπό τού θεσμού: τους εκ παίδων μεταβαίνοντας εις τους άνδρας αγαθούς γίνεσθαι τής πατρίδος διαδόχους.
Στη Σπάρτη το σύστημα ήταν αυστηρότερο και πιο πολύπλοκο. Το αγόρι, όπως είπαμε, εγκατέλειπε από τα επτά του χρόνια το σπίτι και υποβαλλόταν στη σπαρτιατική αγωγή σε ειδικούς καταυλισμούς. Έφηβος θεωρείτο από το 15ο μέχρι το 20ο έτος τής ηλικίας του, οπότε χαρακτηριζόταν ως είρην (μάλλον ο έχων το δικαίωμα λόγου, από το είρω=λέγω, ομιλώ). Στο διάστημα αυτό η εκπαίδευση εστίαζε στη στρατιωτική τέχνη, την άθληση, τη μουσική και τον χορό. Μόλις στα τριάντα του γινόταν πλήρες μέλος τής κοινότητας και αποκτούσε το δικαίωμα να συμμετέχει στα κοινά συσσίτια. Ένα έθιμο που συνδυαζόταν με θρησκευτική τελετή και συμβόλιζε την ανανέωση μέσω θανάτου χαρακτήριζε και εδώ την ενηλικίωση. Οι νέοι έπρεπε να υπομείνουν σκληρή μαστίγωση στον βωμό τής Αρτέμιδος Ορθίας, μερικές φορές, μέχρι θανάτου, όπως αναφέρει ο Κικέρων ότι είχε ακούσει. Όποιος περνούσε τη δοκιμασία ονομαζόταν βωμονίκας. Το ρέον αίμα συμβόλιζε τον θάνατο και η καρτερία την ανανέωση, την είσοδο δηλαδή στην τάξη των πολιτών, για την οποία έπρεπε να είναι οπωσδήποτε ικανοί. Μια επιγραφή αναφέρει έναν τέτοιο βωμονίκα, ότι υπέστη τη δοκιμασία με λαμπρή επιτυχία (επιφανωρ καρτερήαντα).
Ανάλογη ήταν η ενηλικίωση και στην Κρήτη. Τα αγόρια οργανώνονταν σε αγέλες και ασκούνταν στο κυνήγι, στην άθληση, και σε ομαδικούς αγώνες. Σε επιγραφή από τη Δρήρο οι έφηβοι που δίνουν τον όρκο τού πολίτη χαρακτηρίζονται ως οι εκδυόμενοι. Όπως και στα κορίτσια, φαίνεται ότι η γύμνωση έπαιζε κάποιο τελετουργικό ρόλο στα έθιμα τής μετάβασης στην Κρήτη.
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση τελετουργίας ενηλικίωσης που παρουσίαζε την είσοδο στη νέα ζωή ως θάνατο τής παλιάς, μας παραδίδεται από την Ισθμία. Εκεί οι νέοι έδιναν τον όρκο βυθισμένοι μέχρι τα γόνατα στο νερό στο υπόγειο τού Παλαιμονίου. Το κτήριο αυτό ήταν το ηρώο τού Μελικέρτη-Παλαίμονα, ο οποίος ρίχτηκε στη θάλασσα από την μητέρα του, την Ινώ, και θάφτηκε στο σημείο τού ηρώου, όπου έβγαλε το σώμα του ένα δελφίνι. Οι έφηβοι βυθιζόμενοι τη στιγμή τού όρκου στο νερό, πραγματοποιούσαν μίμηση τής τύχης τού Μελικέρτη.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η γυναίκα εθεωρείτο γενικά ότι ενηλικιωνόταν με τον γάμο της. Έχουμε, όμως, πληροφορίες από την αρχαιότητα, που δείχνουν ότι και γι’ αυτήν σε ορισμένες περιπτώσεις ίσχυαν έθιμα μετάβασης. Από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έχουν σωθεί αναθήματα γυναικών που αναθέτουν χρηματικό ποσό, λύτρον, στην Άρτεμη, ως νεβεύσανσαι ή νεύσασαι, δηλαδή ως άτομα που μπήκαν στη νεότητα, την αντίστοιχη εφηβεία των αγοριών. Γι’ αυτό και το ποσό αυτό το χαρακτηρίζουν αλλού ως τελείουμα, δηλαδή ολοκλήρωση.
Για την Αττική εμμέσως μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι ανάλογο. Ένα ψήφισμα τού Δήμου όριζε ως υποχρεωτικό καθήκον των Ατθίδων πριν από το γάμο να υπηρετήσουν την Άρτεμη στη Βραυρώνα ως άρκτοι. Τα κορίτσια αυτά εκτελούσαν την αρκτεία στο ιερό της με χορούς και θυσίες. Οι περισσότερες Αθηναίες ξεπλήρωναν βέβαια αυτό το χρέος με ένα πιο βολικό τρόπο, με μια ειδική θυσία στο ιερό τής ίδιας θεάς πάνω στην Ακρόπολη. Σύμφωνα πάντως με τον μύθο που δικαιολογούσε το έθιμο, η Άρτεμις, οπαδός τής παρθενίας, απαιτούσε αυτή την υπηρεσία ως εξιλασμό για το φόνο μιας ιερής της αρκούδας και για την απώλεια τής παρθενίας των μελλονύμφων. Και εδώ ο φόνος τού ιερού ζώου, το οποίο υποδύεται το μελλόνυμφο κορίτσι, δείχνει το τέλος τής ατελούς υπόστασης που οδηγεί στην έναρξη τής ολοκληρωμένης ζωής.
Στην Κρήτη, τέλος, ένα έθιμο στη Φαιστό τεκμηριώνει σαφώς τελετουργία μετάβασης για τα κορίτσια. Οι μελλόνυμφες έπρεπε να κοιμηθούν πριν από το γάμο με ένα άγαλμα τού Λευκίππου, που βρισκόταν στο ιερό τής Φυτίας Λητούς. Για το ιερό αυτό αντικείμενο υπήρχε ειδικός μύθος και γιορτή που ονομαζόταν Εκδύσια. Ο εικονιζόμενος είχε γεννηθεί κορίτσι, ήταν η Λευκίππη. Ο πατέρας της, επιθυμώντας διακαώς αρσενικό, την ανέθρεψε ως αγόρι, την έντυνε αγορίστικα και την ονόμαζε Λεύκιππο ή Ίφι (= Δυνατό). Όταν ερωτεύθηκε τον ψεύτικο Λεύκιππο μια κοπέλα, αυτός κατέφυγε στο άγαλμα τής Λητούς, γυμνώθηκε και την παρακάλεσε να τον κάνει πράγματι άνδρα. Η θεά τον εισάκουσε και έτσι ο γάμος έγινε. Πιθανώς και οι εκδυόμενοι τής Δρήρου, που είδαμε πριν από λίγο, να έχουν και αυτοί σχέση με το έθιμο που μας παραδόθηκε για τη Φαιστό. Βγάζοντας οι νέοι τα ρούχα (για να ασκηθούν;), επιβεβαίωναν συμβολικά την ανδρική τους φύση, περνούσαν από μια τρυφερή, στην ώριμη ανδρική ηλικία. Και οι γυναίκες, κοιμώμενες με το ομοίωμα τού ανδρόγυνου Λευκίππου, περνούσαν στη γόνιμη περίοδο τής ζωής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λητώ σ’ αυτή τη λατρεία ονομαζόταν Φυτία, δηλαδή θεά τής βλάστησης, ασχέτως αν ο μύθος δικαιολογούσε το όνομα, επειδή η θεά έφυσε μήδεα τηι κόρηι (= έκαμε να βλαστήσει ανδρικό μόριο στο κορίτσι).
ε. Ο γάμος
Η διαδικασία και οι τελετές τού γάμου σηματοδοτούσαν τη δημιουργία ενός νέου οίκου, μιας νέας οικογένειας με την ευλογία των θεών. Δεν είχαν, όπως συμβαίνει σήμερα, επίσημο νομικό χαρακτήρα, είχαν όμως, όπως θα δούμε, νομικές συνέπειες.
Η συνήθης ηλικία που παντρεύονταν οι νέοι ήταν για τους άνδρες από τα είκοσι μέχρι τα τριάντα τους χρόνια και για κορίτσια από τα δεκαπέντε μέχρι τα είκοσι. Ο γάμος από έρωτα δεν ήταν συνηθισμένος. Φαίνεται πάντως ότι ήταν διαδεδομένη στην αρχαία κοινωνία η άποψη που εκφράσθηκε μπροστά σε αθηναϊκό δικαστήριο: «έχουμε εταίρες για την ευχαρίστησή μας, παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και συζύγους για να μας κάνουν παιδιά και για να είναι πιστοί φύλακες των σπιτιών μας», (Δημοσθένης εναντίον Νεαίρας).

Η συμφωνία τού γάμου γινόταν ανάμεσα στον πατέρα, τον κύριο τής κόρης, και τον υποψήφιο γαμπρό. Η συμφωνία αυτή για την έκδοσιν τής κόρης, την παράδοσή της δηλαδή στον οίκο τού γαμπρού, ονομαζόταν εγγύη ή εγγύησις, ήταν κατά κανόνα προφορική και έκλεινε με χειραψία. Ήταν ο σημερινός αρραβώνας. Με τις επαφές αυτές μπορούσαν να προσφερθούν και προγαμήλια δώρα. Κατά τη συμφωνία κανονιζόταν και το θέμα τής προίκας (προιξ = προΐσσομαι, τείνω τα χέρια, επαιτώ, φερνή = φέρω, έδνα = Fαδύς, δώρο). Η προίκα μπορούσε να αποτελείται από ένα χρηματικό ποσό, από ρούχα και κοσμήματα, από σπίτια και οικοσκευή, καθώς και από κτήματα. Κατά μέσον όρο έφθανε από 1.000 μέχρι 6.000 δραχμές. Τα μικρότερα ποσά των χιλίων ή δύο χιλιάδων δραχμών αναμένονταν κατά τον Ισοκράτη (Ehe, σ.39) ως προίκα από οικογένεια που είχε περιουσία λιγότερη από 18.000 δραχμές. Τα ποσά αυτά ήταν ήδη μεγάλα, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο αρχιτέκτονας και ο μαρμαρογλύπτης στην Ακρόπολη τού 5ου αιώνα π.Χ. έπαιρνε περίπου 350 δραχμές τον χρόνο, και ότι ένα ζευγάρι παπούτσια κόστιζε έξη έως οκτώ δραχμές, ενώ ένα ιμάτιο από επτά ως είκοσι δραχμές. Δύο πολύ γνωστές περιπτώσεις μεγαλύτερης προίκας είναι σχετικά ενδιαφέρουσες: Ο πατέρας τού Δημοσθένη με περιουσία 14 ταλάντων, δηλαδή 84.000 δραχμών, άφησε στην κόρη του για προίκα 2 τάλαντα (Δημοσθ. 30, 10-20), δηλαδή 12.000 δραχμές, ενώ ο Αλκιβιάδης (Πλουτ. Αλκ. 8) πήρε προίκα το εξωφρενικό ποσό των 20 ταλάντων, δηλαδή 120.000 δραχμές, 10 τάλαντα με το γάμο και 10 με τη γέννηση γιου. Μερικές φορές η συμφωνία τής εγγύησης έπαιρνε τη μορφή γραπτού καταλόγου των συμφωνηθέντων ή και ιδιωτικού συμβολαίου. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη φράση άγραφος γάμος. Πάντως η εγγύηση ήταν δυνατό να ανακληθεί. Την συμφωνία για τον γάμο μπορούσαν να δρομολογήσουν και προξενήτρες, που ήταν γνωστές ως προμνήστριες ή μνηστρίδες (= μνάομαι, ερωτοτροπώ, από ρίζα βνα-, γυναίκα). Για τις επίκληρες κόρες, τις ορφανές και μοναδικές κληρονόμους, τα πράγματα ήταν πιο απλά, γιατί έπρεπε να παντρευτούν συγγενή, ώστε η περιουσία να μην περιέλθει σε ξένο γένος.
Οι γάμοι γίνονταν συνήθως κατά τον μήνα Γαμηλιώνα, που αντιστοιχούσε με τον Ιανουάριο, επειδή τότε γιορτάζονταν οι γάμοι τού θείου προτύπου τού γάμου, δηλαδή τού ζεύγους Διός και Ήρας.
Οι τελετές τού γάμου κρατούσαν τρεις μέρες: Την παραμονή, που την αποκαλούσαν προγάμια ή προαύλια (πριν από την κύρια αύληση, προεόρτια), γινόταν η ετοιμασία τής νύφης. Η νέα πραγματοποιούσε τα προτέλεια, την προκαταρκτική θυσία προς τους θεούς τού γάμου, που ήταν φυσικά ο Ζεύς και η Ήρα, αλλά και Άρτεμις, ο Απόλλων, η Αφροδίτη και η Πειθώ, η τελευταία απαραίτητη για την επιτυχία και τη διάρκεια τού μελλοντικού δεσμού.
Ιδιαίτερα στην Άρτεμη, η νύφη ανέθετε τα παιδικά της παιχνίδια, τα ρούχα και τη ζώνη της (σύμβολο τής παρθενίας που θα εγκατέλειπε), και μια τούφα από τα μαλλιά της (σύμβολο, όπως είδαμε ήδη, τής μετάβασής της στη νέα της ζωή). Χαρακτηριστικό για την τελετουργική αυτή πράξη είναι ένα επίγραμμα που αναφέρεται στη σχετική αφιέρωση στην Άρτεμη από μια μελλόνυμφη, την Τιμαρέτη: «Η Τιμαρέτη, τώρα που παντρεύεται, σού αφιερώνει, Άρτεμις Λιμνάτις, θεά παρθένα, όπως πρέπει σε παρθένα που είναι κι’ αυτή, το ντέφι της, το τόπι που αγαπούσε, το δίχτυ που έπιανε τα μαλλιά της και τις κούκλες της μαζί με τα ρουχαλάκια τους» (ελεύθερη μετάφραση).
Την ίδια ημέρα η οικογένεια έφερνε νερό για το λουτρό τής νύφης, στην Αθήνα από συγκεκριμένη πηγή, την Καλλιρρόη, με ένα ειδικό για την περίπτωση αγγείο, τη λουτροφόρο. Αυτό γινόταν μάλλον το βράδυ, αν κρίνουμε από τους πυρσούς που συνόδευαν το νερό. Εξαγνιστικό λουτρό προβλεπόταν και για τον γαμπρό. Για το λουτρό των γυναικών δεν έχουμε παραστάσεις, ίσως γιατί υπήρχε ένα αίσθημα διακριτικότητας σχετικά με το λουτρό τής νύφης.
Πάντως, οι λουτροφόροι διακρίνονταν ανάλογα με το σχήμα τους, σ’ αυτές που προορίζονταν για το λουτρό τού γαμπρού, που είχαν δύο λαβές (αμφορείς), και σ’ εκείνες που ήταν για τις νύφες, με τρεις λαβές (υδρίες). Σε άλλες πόλεις το λουτρό γινόταν επίσης με νερό από πηγές ή ποτάμια που σχετίζονταν με την ευγονία, π.χ. στη Θήβα από τον Ισμηνό.

Την ημέρα τού γάμου και οι δυο οικογένειες στόλιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Στο σπίτι τής νύφης γίνονταν οι ετοιμασίες για την κύρια γιορτή και η νύφη στολιζόταν από τις γυναίκες, τις οποίες συντόνιζε η πιο ηλικιωμένη και έμπειρη, η νυμφεύτρια. Η νύφη έπρεπε κατά την υποδοχή τού γαμπρού να έχει το πρόσωπό της σκεπασμένο με ένα κόκκινο πέπλο, μια καλύπτρα, γιατί δεν έπρεπε να την δουν πριν από την επίσημη στιγμή τής ολοκλήρωσης τού γάμου (ακριβώς εγκεκαλυμμένη, Λουκ. Συμπ. 8).
Το απόγευμα έφθανε στο σπίτι τής νύφης ο γαμπρός και η οικογένειά του, και ο πατέρας τής νύφης παρέθετε το γαμικό δείπνο. Μαζί με τα πλούσια εδέσματα και το κρασί, στο δείπνο προσφέρονταν και ειδικά γλυκίσματα από αλεύρι, μέλι και σησάμι, τού οποίου η πολυσπορία παρέπεμπε στην απόκτηση πολλών απογόνων. Η τελετουργία τού γεύματος προέβλεπε και μια άλλη μαγική πράξη που απέβλεπε στην εξασφάλιση τής ευτυχίας τού ζεύγους και των οικογενειών τους: Ένα παιδί που είχε και τους δυο γονείς στη ζωή (αμφιθαλής παις) περιφερόταν μεταξύ των συνδαιτυμόνων και μοίραζε κομματάκια ψωμιού (βαση τής τροφής) επαναλαμβάνοντας τη φράση έφυγον κακόν, εύρον άμεινον, δηλαδή απέφυγα το κακό, επέλεξα το καλύτερο, εννοώντας την προοπτική τής συνέχειας τού οίκου με τον γάμο, που ήθελε και ευχόταν να είναι σωστός.
Στο τέλος τού γεύματος ο πατέρας τής νύφης παρέδιδε την κόρη του στον γαμπρό και η επισφράγιση τής εκδόσεως από μέρους τού πατέρα και τού δεσμού τού γάμου γινόταν τη στιγμή που ο γαμπρός έπιανε με το χέρι του τον καρπό τής νύφης (χείρ’ επί καρπώ τιθέναι). Αυτή πρέπει να ήταν και η στιγμή που η νύφη ανέσυρε τον πέπλο της και αποκαλυπτόταν. Η τελετουργική αυτή πράξη ονομαζόταν ανακαλυπτήρια και στην εικονογραφία κατέληξε από πολύ νωρίς να χαρακτηρίζει όχι μόνο τη νύφη, αλλά γενικά τη σύζυγο, την έγγαμη γυναίκα.
Στη συνέχεια, ξεκινούσαν σε πομπή για το σπίτι τού γαμπρού, που θα ήταν και το νέο σπιτικό τής νύφης. Πρώτοι έφευγαν κατά το σούρουπο οι γονείς τού γαμπρού για να υποδεχτούν το ζευγάρι στο σπίτι τους. Μετά ξεκινούσε η πομπή. Προπορευόταν ένας φίλος τού γαμπρού, ο προηγητής.
Ακολουθούσε ο γαμπρός με τη νύφη, που μπορούσαν να πηγαίνουν πεζοί. Συνήθως, όμως, ο γαμπρός οδηγούσε τη νύφη στο σπίτι του πάνω σε άρμα, στο οποίο πολλές φορές τον συνόδευε ο παράνυμφος, ο πάροχος. Η νύφη έπρεπε να κρατεί ένα κόσκινο και ένα τηγάνι, που συμβόλιζαν τα νέα καθήκοντα που θα αναλάμβανε. Τους νεόνυμφους συνόδευαν συγγενείς και φίλοι με πυρσούς, αντικείμενα τού γάμου και δώρα που είχαν ήδη γίνει στο σπίτι τής νύφης, οι οποίοι με τη συνοδεία λύρας και αυλών έψαλλαν τον υμαίναιον (αμφισβητούμενης ετυμολογίας, μάλλον από το ύμνος).
Η πομπή αποτελούσε και την επίσημη δημοσιοποίηση τού γάμου και θεμελίωνε τις νομικές του συνέπειες.
Στο πέρασμα τής πομπής, αλλά κυρίως όταν έφθαναν στο σπίτι τού γαμπρού έραιναν το ζευγάρι με καρύδια και ξερά σύκα, και τα δύο ενσαρκώσεις τής γονιμότητας. Το έθιμο αυτό το ονόμαζαν καταχύσματα ή τραγήματα (= επιδόρπια, από το τρώγω> ἔτραγον αόρ. β΄). Θυμίζει έντονα το ανάλογο σημερινό έθιμο της ρίψης τού ρυζιού, που έχει την ίδια μαγική-συμβολική «λογική». Κατά την είσοδο στο σπίτι έδιναν στη νύφη να φάει ένα κυδώνι ή άλλο φρούτο (ρόδι, χουρμά ή μήλο), καθώς και ένα γλύκισμα με σησάμι. Και αυτά ήταν μια δεύτερη μαγική πράξη για την εξασφάλιση τής γονιμότητας τής κοπέλας. Μέσα στο σπίτι ακολουθούσε η τελετουργική ένταξη τής νύφης στο νέο της σπίτι με την περιφορά της γύρω από τον βωμό των εφεστίων θεών.
Στη συνέχεια, η νυμφεύτρια οδηγούσε το ζευγάρι στο νυφικό θάλαμο.
Έξω από το θάλαμο νέοι και νέες τραγουδούσαν τα επιθαλάμια, για τα οποία μια ιδέα μας δίνει το σχετικό άσμα που φαντάστηκε ο Θεόκριτος στις αρχές τού 3ου π.Χ. αιώνα για τον γάμο τής Ελένης με τον Μενέλαο: Αφού ο γαμπρός και η νύφη παινεύονται για τη γενιά και τις αρετές τους, και πειράζεται ο γαμπρός ότι τάχα ήπιε πολύ και θέλει να κοιμηθεί αυτή την ειδική νύχτα, το επιθαλάμιο συνεχίζει ως εξής σε ελεύθερη μετάφραση: «Να ζείτε ευτυχισμένοι, νύφη και γαμπρέ. Η Λητώ, η θεία τροφός, να σας χαρίσει απλόχερα ευλογία για παιδιά, η Κύπρις η θεά και για τους δυο σας την ίδια αγάπη, πάνω απ’ όλα όμως ο Κρονίδης Ζευς να σας χαρίζει αιώνια ευτυχία, που θα κληρονομιέται από ευγενική γενιά σε ευγενική γενιά. Κοιμηθείτε τώρα και γεμίστε την καρδιά σας με αγάπη και πόθο ο ένας για τον άλλο. Προσέξτε, όμως, μην ξεχάσετε το πρωί ξανά να σηκωθείτε. Και εμείς θα είμαστε και πάλι εδώ μόλις ξημερώσει, και ο πρώτος τραγουδιστής της ημέρας από τον ύπνο το φτερωτό λαιμό του κράζοντας θ’ ανασηκώσει. Υμήν, ω Υμέναιε, νά ’χεις χαρά γι’ αυτό το γάμο!». Εκτός από τα επιθαλάμια τραγούδια οι φίλοι τού γαμπρού μπορούσαν να βροντούν την πόρτα τού θαλάμου, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Το έθιμο αυτό ονομαζόταν κτυπία, που οι λεξικογράφοι ερμηνεύουν ως ο επιθαλάμιος κτύπος.
Η επόμενη, τρίτη ημέρα ονομαζόταν επαύλια. Κατά την ημέρα αυτή συγγενείς και φίλοι έφερναν δώρα στο ζευγάρι, κυρίως στη νύφη, και τότε μάλλον εμφανιζόταν και ό,τι από την προίκα ήταν σε είδος.

Το βράδυ ο γαμπρός και ο πατέρας του παρέθεταν πάλι δείπνο, τη γαμηλία ή παννυχίδα, με την οποία ολοκληρώνονταν οι γιορτές τού γάμου. Η νύφη στόλιζε για λίγο τα ειδικά σκεύη τού γάμου στο σπίτι της με λουλούδια, όπως βλέπουμε σε παραστάσεις τής εποχής. Σε ένα επίνητρο, προστατευτικό κάλυμμα τού μηρού, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για την επεξεργασία τού μαλλιού, βλέπουμε γυναίκες να τοποθετούν μπροστά στη νύφη λουλούδια στο στόμιο λουτροφόρων, αλλά και γαμικών λεβήτων. Και το δεύτερο αυτό αγγείο προοριζόταν ειδικά για την τελετή τού γάμου και χρησίμευε πιθανώς για τον ραντισμό με νερό και την κάθαρση των συμμετεχόντων στην τελετή.

Η νύφη ανέθετε τελικά τα σκεύη αυτά σε θεότητες τού γάμου και της γονιμότητας. Αυτό τεκμηριώνεται και από ευρήματα, όπως το ιερό τής Νύμφης στα νότια τής Ακρόπολης (μπροστά στο Ηρώδειο), όπου βρέθηκαν πολλές εκατοντάδες τέτοια αγγεία.
Από τις άλλες πόλεις αξίζει να αναφέρουμε με συντομία τα έθιμα τού γάμου στη Σπάρτη, γιατί αποκλίνουν έντονα, από όσα είδαμε ως τώρα. Εκεί ο γάμος είχε ένα στοιχείο αρπαγής. Η νυμφεύτρια έπαιρνε στα κρυφά τη νύφη, της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, της έβαζε ανδρικό ιμάτιο και υποδήματα και την οδηγούσε στη σκοτεινή στιβάδα τού νυφικού θαλάμου, όπου και αυτός έμπαινε κρυφά και, αφού βρισκόταν μαζί της, έφευγε πάλι για τον καταυλισμό και τους συντρόφους του. Ο Πλούταρχος, ο οποίος αναφέρει το έθιμο (Λυκ. 15), λέει ότι ο σύζυγος μπορούσε να κάνει πολλά παιδιά, χωρίς να έχει δει τη γυναίκα του στο φως τής ημέρας, γιατί μέχρι τα τριάντα του δεν επιτρεπόταν στον άντρα να παραμείνει στο σπίτι του με την οικογένειά του.
Με εξαίρεση τη Σπάρτη και λίγα ανάλογα καθεστώτα, μετά το γάμο η ζωή στην οικογένεια κυλούσε περίπου ως εξής: Ο άνδρας ασχολιόταν με τις αγροτικές ή άλλες βιοποριστικές εργασίες, καθώς και με την εκκλησία και τα δικαστήρια ή τις άλλες μορφές συμμετοχής στα κοινά. Η γυναίκα ήταν αυτή που ουσιαστικά διοικούσε το σπίτι, έχοντας βοηθούς τους συνήθως δέκα περίπου οικογενειακούς δούλους, τον θυρωρό, τον μάγειρα, τον παιδαγωγό και τις γυναίκες για τις δουλειές τού σπιτιού. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά ένα απόσπασμα από τον Οικονομικό του Ξενοφώντος, όπου ο σύζυγος λέγει στη γυναίκα του: Πρέπει λοιπόν εσύ να μένεις στο σπίτι. Και τους υπηρέτες που έχουν δουλειά έξω από το σπίτι να τους στέλνεις στη δουλειά όλους μαζί, ενώ εκείνους που ασχολούνται μέσα στο σπίτι να τους επιβλέπεις εσύ η ίδια. Να παραλαμβάνεις αυτά που φέρνουν εσύ και να κανονίζεις ποια πρέπει να ξοδευτούν και αυτά που περισσεύουν να φροντίζεις να φυλαχτούν. Γιατί δεν πρέπει να ξοδεύουμε μέσα σε ένα μήνα όσα θα έπρεπε να ξοδευτούν σε ένα χρόνο. […] Να κοιτάζεις ποιοι χρειάζονται ρούχα. […] Να φροντίζεις ώστε το σιτάρι να είναι κατάλληλο. Και αν κανένας […] αρρωστήσει να παίρνεις όλα τα μέτρα για να γίνει καλά (ελεύθερη μετάφραση).
Βέβαια, όλοι οι γάμοι δεν ήταν επιτυχημένοι. Το διαζύγιο ήταν εύκολο για τον άνδρα, που μπορούσε να χωρίσει χωρίς αιτιολογία. Δικαιολογημένα χώριζε, αν ήθελε, από μια στείρα γυναίκα και με την επιταγή τού νόμου από μια αποδεδειγμένα μοιχό. Για τη γυναίκα τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Ο κύριος λόγος για να ζητήσουν διαζύγιο – στην Αθήνα έπρεπε να καταθέσουν σχετικά γραπτή αίτηση στον αρμόδιο άρχοντα – ήταν η άσκηση βίας εκ μέρους τού συζύγου. Οι εξωσυζυγικές δραστηριότητες τού άνδρα, η δική του μοιχεία, αντιμετωπιζόταν με ανεκτικότητα. Χαρακτηριστική σχετικά είναι η τύχη τής Ιππαρέτης, τής γυναίκας τού Αλκιβιάδη, που ήταν κόρη τού πάμπλουτου Καλλία. Μη ανεχόμενη τις ακολασίες τού συζύγου της, έφυγε στο σπίτι τού πατέρα της. Όμως, όταν πήγε να καταθέσει την αίτηση διαζυγίου, ο Αλκιβιάδης την άρπαξε μέσα από την αγορά και την φυλάκισε στο σπίτι του. Η Ιππαρέτη πέθανε σύντομα, χωρίς να προλάβει να διεκδικήσει ξανά την ελευθερία της. Στοιχείο, πάντως, δίκαιας αντιμετώπισης των δύο οικογενειών τού ζευγαριού που χώριζε, ήταν ότι έπρεπε ο σύζυγος να επιστρέψει την προίκα.
στ. Τα γερατειά
Η αρχαία κοινωνία επέβαλλε ιδιαίτερο σεβασμό στα γερατειά. Ο νόμος τιμωρούσε με πρόστιμο αυτούς που δεν συντηρούσαν τους γέροντες γονείς τους, δεν εφάρμοζαν δηλαδή το γηροβοσκείν, και δεν τους κήδευαν, όταν πέθαιναν, σύμφωνα με τα ισχύοντα έθιμα. Όταν πάλι αρρώσταιναν οι ηλικιωμένοι γονείς, δεν επιτρεπόταν να τους διώξουν από το σπίτι. Στην Αθήνα όποιος παραμελούσε αυτά τα καθήκοντα κινδύνευε να υποστεί ατιμία, να χάσει δηλαδή τα πολιτικά του δικαιώματα. Μάλιστα, σε νόμο των Δελφών προβλεπόταν φυλάκιση για όποιον δεν έδινε τροφή στους γέροντες γονείς του.
Η έννοια του γήρατος ήταν και στους αρχαίους δυσάρεστη, και υπέβαλλε την ενδόμυχη τάση για υπέρβασή του, όπως φαίνεται από αγγειογραφίες, στις οποίες ο Ηρακλής, ο ήρωας που πάλεψε και νίκησε τον Θάνατο, παρουσιάζεται να καταβάλλει το προσωποποιημένο, δύσμορφο Γήρας.
Φυσικά οι ηλικιωμένοι, όπως και σήμερα, ήταν χρήσιμοι για τις συμβουλές τους και τις υπηρεσίες τους, όπως π.χ. η συμβολή στην ανατροφή των παιδιών.
ζ. Ο θάνατος

Ο νεκρός απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής στην αρχαία κοινωνία. Όταν κάποιος πέθαινε, τον έπλυναν, τον έχριαν με αρωματικά έλαια, τον έντυναν στα λευκά και τον σαβάνωναν με κηρωμένα υφάσματα, αφήνοντας ακάλυπτο το πρόσωπό του. Τα σάβανα δεν έπρεπε να είναι περισσότερα από τρία. Στο στόμα του τοποθετούσαν έναν οβολό, για να πληρώσει τον Χάρο, ο οποίος με τη βάρκα του θα τον μετέφερε από τον ποταμό τής Στυγός ή τον Αχέροντα στον Άδη. Μια τέτοια συνάντηση τού νεκρού με το Χάρο, όπως την φαντάζονταν οι αρχαίοι, βλέπουμε σε λευκή λήκυθο τού 430 π.Χ. στη Ν. Υόρκη, που προοριζόταν για τον τάφο ενός παιδιού, το οποίο πέθανε μικρό: Ο Χάρων παριστάνεται μπροστά στη βάρκα του να περιμένει το παιδί, που αποχαιρετά την μητέρα του κρατώντας τη ροκάνα του.
Στη συνέχεια, ο νεκρός μεταφερόταν πάνω σε ειδική κλίνη στον προθάλαμο του σπιτιού, όπου έμενε εκτεθειμένος για μια μέρα. Γύρω του μαζεύονταν οι συγγενείς και τον μοιρολογούσαν ψάλλοντας τον θρήνο (θρέω = ξεφωνίζω, οδύρομαι). Αυτή ήταν η πρόθεσις του νεκρού, η οποία από πολύ νωρίς απεικονίζεται συχνά επάνω στα πολυάριθμα ταφικά αγγεία, που μας έχουν σωθεί.
Κατά το διάστημα που ο νεκρός ήταν προτεθειμένος, στην είσοδο τού σπιτιού βρισκόταν γεμάτο νερό το αρδάλιον ή αρδάνιον, το κομμένο δηλαδή κάτω μέρος από ένα αγγείο με φαρδιά γάστρα, που κανονικά το χρησιμοποιούσαν για ποτίστρα ζώων. Το νερό χρησίμευε για τον εξαγνισμό όσων έβγαιναν από το σπίτι και είχαν, επομένως, έλθει σε επαφή με τον νεκρό. Το όνομα τού σκεύους αυτού προέρχεται από τις λέξεις άρδα, αρδαλόω, που σημαίνει λάσπη, μόλυσμα και μολύνω. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο πενθών πολλές φορές επεδίωκε την ακαθαρσία, για να εκφράσει την λύπη του, όπως π.χ. η Εκάβη, η οποία πενθώντας το Έκτορα χρίστηκε με λάσπη.
Μετά την ολονυκτία και πριν από την ανατολή τού ήλιου γινόταν η εκφορά του νεκρού, αυτό που κατέληξε να σημαίνει σε μας η κηδεία (από το κήδομαι = αγωνιώ, στενοχωρούμαι, φροντίζω, άρα το πένθος, η όλη φροντίδα για τον νεκρό). Ο τρόπος τής εκφοράς και τής ταφής είχε ένα χαλαρό τυπικό, το οποίο επέτρεπε στον καθένα να επιλέξει αυτό που τον ικανοποιούσε ανάμεσα σε πολλές δυνατότητες.
Η εκφορά τού νεκρού γινόταν με πομπή προς το νεκροταφείο, το οποίο βρισκόταν έξω από την πόλη. Η μεταφορά τού νεκρού μπορούσε να γίνει από άτομα που περπατούσαν πεζή. Συχνότερα, όμως, γινόταν με άρμα, πάνω δηλαδή σε ένα κάρο, μαζί με την κλίνη τής πρόθεσης. Το άρμα με τη σορό πάνω στην κλίνη σκεπασμένη με τα σάβανα, το έσερναν άλογα που δεν σώθηκαν στην αρχαία αγγειογραφία. Έχουν, όμως, σωθεί ιππείς που συνόδευαν την πομπή. Γύρω από τον νεκρό στέκονται πάνω από το άρμα μοιρολογίστρες, ενώ πάνω στον σκεπασμένο νεκρό έχει σκαρφαλώσει ένα μικρό παιδί που εκφράζει την αντίδρασή του για την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου έχοντας πέσει ανάσκελα με τα χέρια ψηλά. Τα παιδιά επιτρεπόταν να παρίστανται και να εκπαιδεύονται στην ιδέα και στα έθιμα του θανάτου.

Μερικές φορές ο νεκρός πήγαινε στον τάφο μέσα σε φέρετρο. Σε αγγείο των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα στο Brunswick των Η.Π.Α., έχει σωθεί μια σκηνή που μας μεταφέρει, με σπάνια αμεσότητα, τις στιγμές τής συγκινησιακής έντασης, πριν από την εκφορά.
Τα δρώμενα συμβαίνουν νύχτα στον ανδρώνα τού σπιτιού, όπως καταλαβαίνουμε από τα αναμμένα λυχνάρια και την ασπίδα που κρέμονται στον τοίχο. Ο νεκρός κατεβάζεται με προσοχή μέσα σε ένα φέρετρο, που έχει το σχήμα μιας κασέλας με χαμηλά πόδια. Από τους ώμους τον κρατεί ένας άνδρας και από τα πόδια δυο γυναίκες αναμαλλιασμένες. Πάνω από τον άνδρα η επιγραφή μπορεί να διαβαστεί ως ΛΑΒ[Ε] ΜΕ ΛΙΤ(Ο)ΤΑ[ΤΑ], δηλαδή «κράτα με πολύ μαλακά». Πίσω από τον άνδρα στέκεται η μητέρα ή η γυναίκα τού νεκρού. Πίσω από τις δυο γυναίκες είναι δυο άλλοι άνδρες. Ο πρώτος χειρονομεί προς τον νεκρό και ο δεύτερος με το ένα χέρι τον αποχαιρετά, ενώ με το άλλο κρατεί στον ώμο ένα πέλεκυ. Είναι ο ξυλουργός, που θα καρφώσει το καπάκι, μόλις η σορός αποτεθεί μέσα στο φέρετρο. Δίπλα του μια γυναίκα σκύβει για να σηκώσει ένα κιβώτιο γεμάτο με ληκύθους που θα συνοδεύσουν το νεκρό στον τάφο. Πιο πίσω ένας ασπρομάλλης άνδρας θρηνεί καθιστός και υποστηρίζεται αμήχανα από ένα νεαρό κορίτσι, ενώ δίπλα θρηνεί μια ακόμη γυναίκα που παρηγοριέται από άλλη που κρατεί αλάβαστρο. Ακολουθούν μια γυναίκα, η οποία καθοδηγεί δυο άνδρες που κρατούν υδρία και ημισφαιρικό αγγείο. Αυτοί πιθανότατα προετοιμάζουν το περίδειπνον, που προσφερόταν αργότερα στο σπίτι μετά την ταφή.
Στην πομπή πήγαινε μπροστά μια γυναίκα και ακολουθούσαν η σορός, οι άνδρες συγγενείς και μετά οι γυναίκες, καθώς και οι αυλητές – ο ήχος τού αυλού γενικά εθεωρείτο πένθιμος.

Μια αιματηρή θυσία που αναφέρεται σε σχέση με την εκφορά, το πρόσφαγμα, δεν είναι σαφές αν γινόταν στο σπίτι, πριν την αναχώρηση τής πομπής, ή στον τάφο. Ο τρόπος τής ταφής μπορούσε να επιλεγεί από τους ενδιαφερόμενους. Ο συνηθέστερος ήταν ο απλός ενταφιασμός. Σε μια λουτροφόρο τού Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών από τις αρχές τού 5ου π.Χ. αιώνα βλέπουμε το φέρετρο να κατεβαίνει στον τάφο, μέσα στον οποίο στέκονται δύο άνδρες με υψωμένα τα χέρια, για να το παραλάβουν προσεκτικά και να το τοποθετήσουν σωστά (προφανώς τότε δεν χρησιμοποιούσαν σχοινιά για να το κατεβάσουν, όπως σήμερα). Στο λαιμό τού αγγείου εικονίζεται το χώμα πάνω από τον τάφο, ο τύμβος, δίπλα στον οποίο θρηνούν δυο γυναίκες.
Ο νεκρός πριν πεθάνει ή η οικογένειά του μπορούσαν να επιλέξουν την καύση. Στην περίπτωση αυτή, το σώμα αποτεφρωνόταν, και οι στάχτες και τα υπολείμματά του μαζεύονταν και τοποθετούνταν μέσα σε ύφασμα σε μια τεφροδόχο, που έμπαινε στον τάφο.
Ο τρόπος αυτός ταφής στη μνημειώδη του μορφή τεκμηριώνεται με τον καλύτερο τρόπο από τα ευρήματα των Μακεδονικών τάφων τής Βεργίνας, όπως η χρυσή λάρνακα με τα οστά γυναίκας τυλιγμένα σε χρυσοΰφαντο ύφασμα που βρέθηκε στον προθάλαμο τού τάφου τού Φιλίππου,
ή η ασημένια οστεοθήκη σε σχήμα υδρίας που βρέθηκε μέσα στην ειδική υποδοχή μιας χτιστής βάσης, στεφανωμένη με χρυσό στεφάνι, στον διπλανό τάφο «τού Πρίγκηπα».
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή τού νεκρού συνέχιζε να ζει μεταβαίνοντας σε έναν άλλο κόσμο. Ανάλογα με την κρίση των τριών δικαστών τού Άδη, τού Μίνωα, τού Αιακού και τού Ραδάμανθυ, είτε καταδικαζόταν σε μαρτύρια στα Τάρταρα (άγνωστης ετυμολογίας) ή μετέβαινε στα Ηλύσια Πεδία (από το ελεύσομαι, τόπος άφιξης, ή το ενηλύσιος, χτυπημένος από κεραυνό), για να συνεχίσει ευτυχισμένη την ύπαρξή της. Φρόντιζαν, λοιπόν, να προσφέρουν στον τάφο, στην ψυχή τού νεκρού, ό,τι τού ήταν αγαπητό ή αναγκαίο στη ζωή. Στην εκφορά και στον τάφο τον συνόδευαν ρούχα, κοσμήματα, σκεύη, όπλα, ακόμη και τρόφιμα. Είδαμε ήδη το κουτί με τις ληκύθους που έπαιρναν μαζί τους οι συγγενείς κατά την εκφορά. Τα αντικείμενα αυτά, τα κτερίσματα (από την ομηρική λέξη κτέρεα, δηλ. τα [προσφιλή] κτήματα τού νεκρού), βρίσκονται άφθονα μέσα στους αρχαίους τάφους και μας παρέχουν πλούσιες πληροφορίες για τα έθιμα και τις, σχετικές με το θάνατο, δοξασίες. Τα κτερίσματα κατέληξαν τελικά να σημαίνουν γενικά τις τιμές προς τον νεκρό.
Σε ειδικές περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν και ιδιαίτερα αντικείμενα για τον τάφο. Σε αυτούς π.χ. που πέθαιναν, πριν προλάβουν να παντρευτούν, όπως στην περίπτωση μιας νεκρής κοπέλας, φορούσαν ένα νυφικό στεφάνι, και τοποθετούσαν στον τάφο λουτροφόρο, γαμικό αγγείο, δηλωτικό τού γάμου που δεν πρόλαβε να χαρεί.

Μερικές, σπάνιες φορές πάλι, δεν περίσσευε η αγάπη σε άτομα που συμμετείχαν στην ταφή. Λόγοι εκδίκησης, ή αντίθετα αιώνιας διεκδίκησης τού πεθαμένου οδηγούσαν στην τοποθέτηση στον τάφο μαγικών αντικειμένων, των καταδέσμων. Αρκούν εδώ, για παράδειγμα, δυο μαγικά αντικείμενα από τάφο στην Αθήνα, ένα μικρό μολύβδινο ομοίωμα φερέτρου με νεκρό δεμένο στο εσωτερικό του, και ένα μολύβδινο πλακίδιο χαραγμένο με μαγικές φράσεις, διπλωμένο και σφραγισμένο με ένα καρφί.
Εκτός των κτερισμάτων κατά την ταφή προσφέρονταν στο νεκρό χοές από λάδι και κρασί.


Στη συνέχεια οι συγγενείς άνοιγαν ένα λάκκο στα δυτικά τού τάφου και πλένονταν χύνοντας το νερό και μύρο μέσα σ’ αυτόν και λέγοντας ότι αυτό οφείλεται στον νεκρό. Η διαδικασία αυτή παραδίδεται ως απόνιμμα. Ύστερα επέστρεφαν στο σπίτι για το περίδειπνον. Εκεί άφηναν τη φωτιά τής εστίας να σβήσει και την ξανάναβαν, αρχίζοντας έτσι καινούρια, αμόλυντη περίοδο ζωής. Την επόμενη μέρα πραγματοποιούσαν καθαρμό τού σπιτιού με θαλασσινό νερό και με το φυτό ύσσωπος (μαντζουράνα).
Οι προσφορές για τον νεκρό δεν περιορίζονταν στην ημέρα τής ταφής. Οι τάφοι ήταν πολλών ειδών, καθώς και οι κατασκευές που τους κάλυπταν. Τύμβοι από το χώμα που ανοίχθηκε ο τάφος, στήλες, κίονες, αγάλματα, ναΐσκοι, είναι οι συνηθέστερες επιτάφιες κατασκευές.

Ενδιαφέρουσα είναι η ιδιαίτερη περίπτωση ενός νεκροταφείου βρεφών που γεννήθηκαν πρόωρα ή που πέθαναν στη γέννα ή και λίγο μετά, και θάπτονταν μέσα σε μεγάλο αγγείο.

Το παιδικό αυτό νεκροταφείο βρίσκεται στην Αστυπάλαια και η μέχρι τώρα έρευνά του έχει αποκαλύψει πάνω από δύο χιλιάδες ταφές που ξεκινούν από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η εύρεση επιγραφών που αναφέρονται στη θεά τής γέννας, την Ειλείθυια, στο νεκροταφείο, υποβάλλει τη σκέψη ότι οι γονείς τής «απέδιδαν» τα άτυχα βρέφη, αφού έτσι το είχε θελήσει, με την ελπίδα μιας ευτυχέστερης επόμενης γέννας.
Οπωσδήποτε, στις άφθονες αρχαίες απεικονίσεις τάφων βλέπουμε να προσκομίζονται και μετά την ταφή διάφορα δώρα στον νεκρό, από τα απλούστερα, που είναι η ταινία, τα στεφάνια, οι λήκυθοι και άλλα παρόμοια αντικείμενα, μέχρι τα πιο εξειδικευμένα, όπως είναι η κούκλα που προσκομίζεται σε τάφο παιδιού.

Η φροντίδα τού νεκρού συνεχιζόταν άλλωστε με συγκεκριμένες τελετές μέχρι το κλείσιμο ενός χρόνου: Τα τρίτα και τα ένατα ήταν τα αντίστοιχα σημερινά τρίμερα και εννιάμερα. Τις ημέρες αυτές γίνονταν πάλι προσφορές στον τάφο. Φαίνεται ότι σε διάφορες περιοχές υπήρχαν και τα τριακόστια, την τριακοστή ημέρα από τον θάνατο, που αντιστοιχούν στα δικά μας σαράντα.

«Το τέκνον τής θυγατέρας μου κρατώ εδώ το αγαπητό, που κρατούσα στα γόνατά μου, όταν ζωντανοί βλέπαμε το φως τού ήλιου και τώρα νεκρό το κρατώ, εγώ η νεκρή”. Περ. 430-420 π.Χ., Μουσείο Κεραμεικού.
Υπήρχαν, όμως, και ετήσιες τελετές, κατά τη διάρκεια των οποίων τιμούσαν συλλογικά οι πολίτες τους νεκρούς τους, όπως οι τωρινές ημέρες των ψυχών. Οι γιορτές αυτές αναφέρονται συχνά με διάφορα ονόματα από τους συγγραφείς, όπως τα Γενέσια, ημέρα κατά την οποία τιμούσαν τα γένη, τη σειρά δηλαδή των προπατόρων, ή οι Χύτροι, πένθιμη γιορτή τον μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο), κατά την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές ανέβαιναν και κυκλοφορούσαν πάλι στον κόσμο των ζωντανών. Την ημέρα αυτή έβραζαν διάφορα δημητριακά μέσα σε χύτρες και τα προσέφεραν στον ψυχοπομπό Ερμή, για να συνοδεύσει στο τέλος τής ημέρας τις ψυχές – που η παρουσία τους στον Πάνω Κόσμο προκαλούσε φόβο –, να τις συνοδεύσει ξανά στον Άδη, προς τον οποίο και οι ίδιοι τις ξόρκιζαν φωνάζοντας «Έξω Κήρες», δηλαδή «φύγετε όντα τού θανάτου».
Οι τελετές για τους νεκρούς είχαν την τάση να γίνονται υπερβολικά επιδεικτικές και πολυέξοδες, γι’ αυτό από την εποχή του Σόλωνος στην Αθήνα, αλλά και σε διάφορες άλλες πόλεις ψηφίστηκαν νόμοι που καθόριζαν τα όριά τους.